ορογενετικός

ορογενετικός
-ή, -ό [ορογένεση]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορογένεση ή αυτός που συντελεί στην ορογένεση (α. «ορογενετικά συστήματα» β. «ορογενετικές διεργασίες» γ. «ορογενετικό τόξο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορεογόνος — ο ορογενετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορεο (βλ. λ. όρος [II]) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”